- φειδάλφιτος
- φειδ-άλφιτος, eigtl. der Gerstengraupen, der Lebensmittel schonend, dah. übh. sparsam, karg
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… … Dictionary of Greek
φειδαλφιτώ — έω, Α [φειδάλφιτος] κάνω οικονομία στα άλφιτα («φειδαλφιτεῑν, τὸ φείδεσθαι τῶν ἀλφίτων, οἷον τροφῆς καὶ σιτίων», Φρύν.) … Dictionary of Greek